ἀδολεσχῶ

ἀδολεσχῶ
ἀ̱δολεσχῶ , ἀδολεσχέω
talk idly
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀ̱δολεσχῶ , ἀδολεσχέω
talk idly
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αδολεσχώ — ἀδολεσχῶ ( έω) (AM) λέω ανοησίες, φλυαρώ με απερισκεψία μσν. αστειεύομαι, χωρατεύω αρχ. 1. μιλώ, διαλέγομαι 2. διαλογίζομαι, ρεμβάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδολέσχης. ΠΑΡ. μσν. ἀδολέσχημα] …   Dictionary of Greek

  • ἀδολέσχῳ — ἀδόλεσχος masc/fem/neut dat sg ἀ̱δολέσχῳ , ἀδολέσχης prater masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδολέσχημα — ἀδολέσχημα, το (Μ) [ἀδολεσχῶ] φλυαρία, ανόητη κουβέντα, πολυλογία …   Dictionary of Greek

  • αδολέσχης — ο (Α ἀδολέσχης και ἀδόλεσχος, ον) φλύαρος, πολυλογάς, φαφλατάς αρχ. οξύς, διεισδυτικός, λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ως β συνθ. τής λ. θεωρείται η λ. λέσχη (= συνομιλία, συζήτηση). Σχετικά με το α συνθ. τής λ. υπάρχουν διαφωνίες και είναι αβέβαιης… …   Dictionary of Greek

  • καταδολεσχώ — καταδολεσχῶ, έω (Α) γίνομαι ενοχλητικός σε κάποιον με τη φλυαρία μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀδολεσχῶ «φλυαρώ»] …   Dictionary of Greek

  • παραδολεσχώ — έω, Α παρεμβάλλω φλυαρίες σε σοβαρό λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀδολεσχῶ «φλυαρώ»] …   Dictionary of Greek

  • προαδολεσχώ — έω, Α συζητώ, φλυαρώ με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀδολεσχῶ «φλυαρώ, μιλώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”